δαιμόνιος

δαιμόνιος
δαιμόνιος (-ίῳ, -ιον; -ίοισι: -ίᾳ, -ίαν; -ίαις, -ιαι: -ιον nom., voc.)
a given by heavenδέξατο βώλακα δαιμονίανP. 4.37

κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9

ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν inspired by heaven N. 9.27 ἔκλαγξέ θἱερ[ ]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ?of Kassandra Πα. 8A. 11. ]εκράνθην ὑπὸ δαιμονίῳ τινί (δείματι e. g. supp. Wil.) Pae. 9.34 with adv. force, ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδἔχων Σωστράτου υἱός by divine grace O. 6.8
b generally, of places, divine τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν (= Αἴγιναν)

παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις κίονα δαιμονίαν O. 8.27

ὦ Συράκοσαι, δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2

κλειναὶ Ἀθᾶναι, δαιμόνιον πτολίεθρον fr. 76. 2.
c δαιμονίᾳ, by divine grace ὤρυσαι θαρσέων, τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν εὔχειρα (θείᾳ μοίρᾳ. Σ.) O. 9.110

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δαιμόνιος — of masc nom sg δαιμόνιος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνιος — α, ο αυτός που διαθέτει ικανότητα σε υπέρτατο βαθμό, έξοχος: Είναι ένας δαιμόνιος νους, που τα καταφέρνει θαυμάσια με ό,τι κι αν καταπιαστεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαιμονιώτερον — δαιμόνιος of adverbial comp δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιώτατα — δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιώτατον — δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονίως — δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc acc pl (doric) δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιωτάτην — δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιωτέρου — δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιώτατε — δαιμόνιος of masc voc superl sg δαιμόνιος of masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμονιώτατος — δαιμόνιος of masc nom superl sg δαιμόνιος of masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”